- προσχάραιος
- προσχάραιος [ᾰ], ον, [dialect] Dor. [var] contr. for προ-εσχ-,A offered before the hearth,
θυσία IG12(1).792
(Rhodes, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσία IG12(1).792
(Rhodes, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσχάραιος — ον, Α (δωρ. συνηρ. τ. αντί προεσχάραιος) αυτός που προσφέρεται πριν από τη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ + ἐσχάρα + κατάλ. αιος] … Dictionary of Greek